λογιζόμενοι

λογιζόμενοι
λογίζομαι
count
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έμφρενος — ἔμφρενος, ο (Μ) φρόνιμος, συνετός, σώφρων («μηδέν ἔμφρενον λογιζόμενοι», Μαλάλ.) …   Dictionary of Greek

  • ενθυμίζω — (AM ἐνθυμίζω) μσν. νεοελλ. θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω μσν. αναφέρω, κάνω λόγο αρχ. μσν. (το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. τού ενθυμούμαι 1. «ενθυμιζόμενοι λογιζόμενοι» (Σούδα) 2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”